- ὑπεραυγής
- ὑπερ-αυγής, ές, gen. έος, über die Maßen leuchtend, glänzend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
υπεραυγής — ές, Α πάρα πολύ λαμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + αυγής (< αὐγή), πρβλ. δι αυγής] … Dictionary of Greek
ὑπεραυγεῖς — ὑπεραυγέω pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) ὑπεραυγής shining exceedingly masc/fem acc pl ὑπεραυγής shining exceedingly masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυγή — Το χρονικό διάστημα που προηγείται της ανατολής του Ήλιου. Κατά το διάστημα της α. πραγματοποιείται το φαινόμενο του λυκαυγούς. Ο ουρανός φωτίζεται στην ανατολή και το φως διαχέεται αργά. Ο Ήλιος, όταν βρίσκεται κοντά στον ορίζοντα, φωτίζει τα… … Dictionary of Greek